- επικουφίζω
- ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω]μσν.μέσ. επικουφίζομαιανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρηαρχ.1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.)2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ ἐπικούφιζε», Σοφ.)3. κάνω κάτι ελαφρότερο, μετριάζω, ανακουφίζω (α. «ἐπικουφίζει τι ἡ τιμὴ τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι», Ξεν.β. «δεῑ δή με κἀκέλευστον εἰς ὅσον σθένω μόχθου ‘πικουφίζουσαν ὡς ῥᾷον φέρῃς, συνεκκομίζειν σοι πόνους», Ευρ.)4. (με δοτ. οργαν.) εμπνέω θάρρος, δύναμη («τῷ μὲν προσώπῳ παραθαρρύνων, ταῑς δὲ ἐλπίσιν ἐπικουφίζων», Ξεν.)5. κάνω κάτι κούφο, ελαφρύνω κάτι, το κάνω ελαφρό, και μτφ. ανόητο6. μέσ. ἀνακουφίζομαι (με αιτ. τού αντικ. και δοτ. τού μέσου) κάνω πιο ελαφρό («ταῑς διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῑς τὸν πόνον ἐπικουφίζομαι», ΠΔ)7. φρ. «ἐπικουφίζω γῆν» — κάνω τη γη ελαφρότερη, τήν αραιώνω με το σκάλισμα, σκάβω.
Dictionary of Greek. 2013.